ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΛΙΟΣ |
Οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου μας έδειξαν πολλά
πράγματα. Τρία όμως είναι τα βασικότερα διδάγματα αυτής της
διαδικασίας: 1ον, ότι ο λαός «ξενέρωσε» μετά την ήττα του ΟΧΙ του
δημοψηφίσματος και έχασε κάθε εμπιστοσύνη και ελπίδα απέναντι στην
πολιτική, σημειώνοντας έτσι τεράστιο νούμερο αποχής, 2ον ότι ένα 8% του
ελληνικού πληθυσμού είναι φασίστες, χωρίς αστερίσκους ή δικαιολογίες,
και 3ον, ότι ο κόσμος πλέον πολλές φορές ψηφίζει κάποιο κόμμα χωρίς να
έχει ιδέα τι είναι, απλά επειδή ο αρχηγός του κάποτε είπε κάτι σωστό για
κάποιο θέμα όχι και τόσο μείζονος σημασίας, με αποτέλεσμα να στέλνει
στη Βουλή «σταλεγάκηδες» (στα ‘λεγα εγώ) τύπου Λεβέντη, ή ακραίους
νεοφιλελεύθερους με μανδύα εναλλακτικού, τύπου Ποταμιού.
Στο παρόν
κείμενο επιχειρούμε να ασχοληθούμε με το πρώτο δίδαγμα των εκλογών,
εστιάζοντας κατά κύριο λόγο στον ενορχηστρωτή αυτής της ιστορικής ήττας
μιας ετυμηγορίας του λαού, και μαζικής προδοσίας του, το ΣΥΡΙΖΑ, και
ιδιαίτερα στον πρόεδρό του, Αλέξη Τσίπρα.
- Τα γεγονότα:
Όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας στις 26 Ιανουαρίου ο ΣΥΡΙΖΑ, για πρώτη φορά στα χρονικά της χώρας, ως γνήσιο αριστερό κόμμα, με το δεξιό συγκυβερνήτη του, τους Αν.Ελ., η αλήθεια είναι πως κανείς δεν περίμενε, και κυρίως, δεν είχε την απαίτηση να πραγματοποιηθούν όλες οι προεκλογικές του δεσμεύσεις. Ξεκίνησε λοιπόν μια μακρά και δύσκολη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους, για τη σύναψη μιας νέας, κατά πολύ λιγότερο επώδυνης, συμφωνίας που να δίνει προοπτική στο λαό αυτής της χώρας να απεμπλακεί από τη μέγγενη της λιτότητας και των μνημονίων. Με όλα τα ups and downs της, αυτή η διαπραγμάτευση έφτασε σε ένα τελεσίγραφο των θεσμών, με το χαρακτήρα του «take it or leave it», που οδήγησε τον Αλέξη Τσίπρα στην προκήρυξη ενός δημοψηφίσματος την 5η Ιουλίου, με την κυβέρνηση να στηρίζει την επιλογή του «ΟΧΙ» στα μέτρα που πρότειναν οι δανειστές, και με το τελικό αποτέλεσμα του 62% ΟΧΙ να τη δικαιώνει πανηγυρικά, δίνοντας μια «ανάσα αξιοπρέπειας» σε ένα λαό που επί πέντε χρόνια είχε κουραστεί να ζει σκυμμένος σε έξωθεν απαιτήσεις που γονάτιζαν την καθημερινή του ζωή. Και εκεί ακριβώς είναι που τα πράγματα παίρνουν μια τελείως διαφορετική τροπή. Το ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία, και το Ποτάμι, που την ημέρα του δημοψηφίσματος φαινόταν να έχουν στελέχη έτοιμα να κλάψουν, και ενώ ο λαός τους γύρισε την πλάτη μέσα σε μία νύχτα, κλήθηκαν την αμέσως επομένη από τον Πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα σε συμβούλιο πολιτικών αρχηγών. Ο τελευταίος δεσμεύτηκε να φέρει συμφωνία για να σταματήσει η οικονομική ασφυξία που είχε επιβληθεί στην χώρα την εβδομάδα του δημοψηφίσματος, και τα παραπάνω κόμματα δηλώνουν πως θα «βάλουν πλάτη» στην προσπάθεια αυτή. Έτσι φτάνουμε στην υπογραφή ενός νέου μνημονίου, του τρίτου, και κατά πολλούς απεχθέστερου απ’ όλα τα προηγούμενα.
Συνοψίζοντας, το κόμμα που χτίστηκε πάνω στη ρητορική της φιλολαϊκής πολιτικής, γιγαντώθηκε μέσω του αγώνα κατά των μνημονίων, και έφτασε στην εξουσία με πρωταρχικό μέλημα την κατάργησή τους, 7 μήνες μετά την εκλογή του, συνάπτει ένα νέο μνημόνιο.
Προσπαθώντας να είμαστε αντικειμενικοί και δίκαιοι, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε πράγματι πολλά πράγματα μέσα σε αυτό το επτάμηνο, που ομολογουμένως δε θα μπορούσε να καταφέρει κανείς άλλος εκτός του Αλέξη Τσίπρα:
-Άνοιξε επιτέλους πανευρωπαϊκά τη συζήτηση για το χρέος.
-Ξεμπρόστιασε όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις που διεμήνυαν πως «διαπραγματεύονταν σκληρά».
-Ριζοσπαστικοποίησε τις μάζες, κάνοντάς τες ανεκτικές στη διαφορετικότητα και επιφυλακτικές απέναντι στους κάθε λογής «μονόδρομους».
-Έδειξε πως μια μικρή χώρα, μπορεί να ταράξει τα θεμέλια μιας γιγάντιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης.
-Και έδειξε στις νέες γενιές τι σημαίνει «εθνική υπερηφάνεια».
Η ατιμία όμως των πολιτικών ήταν αυτή που γέννησε τα τελευταία χρόνια μια δικαιολογημένη λαϊκή οργή απέναντι στο πολιτικό σύστημα, με απώτερο αποτέλεσμα της αγανάκτησης αυτής, την «Πρώτη Φορά Αριστερά» Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Να όμως που και ο Αλέξης Τσίπρας δεν θέλησε να «πρωτοτυπήσει και να πει την αλήθεια», όπως διεμήνυε.
Ο άνθρωπος που βούρκωσε στο βήμα της Βουλής όταν έλεγε πως η κυβέρνηση αυτή είναι «κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας», πως «δεν πρόκειται να διαπραγματευθεί την υπερηφάνεια, την αξιοπρέπεια και τις αξίες του λαού», που καταχειροκροτήθηκε εντός και εκτός Κοινοβουλίου όταν δήλωνε πως «αυτή η Βουλή δεν πρόκειται να υπογράψει νέο Μνημόνιο», και που ξεσήκωσε μια τεράστια φιέστα στο Σύνταγμα πριν και μετά την ημέρα του Δημοψηφίσματος, αυτός ο άνθρωπος διαπραγματεύθηκε και την υπερηφάνεια, και την αξιοπρέπεια, και τις αξίες μας, και καταπάτησε το Σύνταγμα αψηφώντας τη λαϊκή εντολή της 5ης Ιουλίου, και σύναψε νέο μνημόνιο, και έστειλε τους Έλληνες σπίτια τους με κεφάλι σκυμμένο, στα ίδια μονοπάτια που γνώριζαν τόσο καλά και είχαν σιχαθεί τόσο πολύ τα προηγούμενα πέντε χρόνια μνημονίου.
Ε, αυτό δε μπορούμε και ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να το συγχωρήσουμε στον Τσίπρα και στο ΣΥΡΙΖΑ.
Κόντεψε να γίνει μια γκάφα τις πρώτες μέρες της προεκλογικής περιόδου, με τα κόμματα των δύο επιτελείων να επιλέγουν και τα δύο ως κεντρικό σλόγκαν «Μπροστά», κάτι το οποίο βέβαια άλλαξαν και τα δύο κόμματα μόλις είδαν πως και ο αντίπαλός τους είχε την ίδια ιδέα.
- Ο κυβερνητισμός
Αυτό όμως που ήθελε να αποφύγει ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτήν την προεκλογική περίοδο όπως ο διάολος το λιβάνι, ήταν το νέο μνημόνιο που υπέγραψε. Η προσοχή των ψηφοφόρων έπρεπε να στραφεί μακριά από αυτό. Έτσι επινόησαν το φόβο της «παλινόρθωσης». Μπροστά λοιπόν σε αυτό το φόβο μην επιστρέψει «το παλιό» και χάσουμε την πρώτη αριστερή διακυβέρνηση αυτού του τόπου, και για να μην γίνει η αριστερή παρένθεση, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ρίχτηκαν σαν τα σκυλιά στην κούρσα του κυβερνητισμού. Προσπάθησαν να αγιοποιήσουν την αριστερή κυβέρνηση, και να κάνουν τα πάντα για να τη διατηρήσουν εκεί, ακόμα και αν διαφωνούσαν με αυτά που έπραττε.
Με άλλα λόγια, τα στελέχη και οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έμοιαζαν με κάποιον ή κάποια που βρίσκεται σε σχέση, αλλά το ταίρι του τον/την απατάει και τον/την καταπιέζει, αλλά αυτός/αυτή μένει εκεί γιατί το «αγαπάει»…
Άρχισαν έτσι να κατηγορούν τους βουλευτές της Αριστερής Πλατφόρμας που ίδρυσαν τη «Λαϊκή Ενότητα», ότι υποτίθεται πως αυτοί φταίγανε που «έπεσε» η αριστερή διακυβέρνηση, χωρίς να βλέπουν όμως τα προφανή πέρα από τη μύτη τους: ότι συνθηκολόγησαν σε αντιλαϊκά μέτρα! Τι περίμεναν δηλαδή;
Η κίνηση του κυβερνητισμού ήταν ένα χαρτί που έπαιξε ο Τσίπρας στην πολιτική αυτή παρτίδα. Ένα ρίσκο, που είτε θα του έβγαινε, είτε όχι. Αυτή τη φορά του βγήκε. Και ξανακέρδισε τις εκλογές διατηρώντας το ποσοστό του, σημειώνοντας όμως τεράστια απώλεια ψήφων σε απόλυτους αριθμούς.
Τώρα όμως που οι εκλογές τελείωσαν, το χαρτί αυτό του κυβερνητισμού έληξε, δεν έχει πια ισχύ. Η αριστερή κυβέρνηση παρέμεινε στη θέση της, και τώρα πρέπει να διαχειριστεί ένα μνημόνιο. Ένα μνημόνιο που φαίνεται πως θα «λερώσει» πλέον και τα χέρια της Αριστεράς. Και αυτή τη φορά δε θα υπάρξουν διλήμματα για να κρυφτεί η πανωλεθρία αυτή κάτω από το χαλί.
- Δύο ιστορικές αναδρομές
1ον, ποτέ η Αριστερά στην ιστορία της, πουθενά στον κόσμο, δεν είχε τόση λύσσα για την κατάκτηση της διακυβέρνησης. Αυτό είναι προσόν της Σοσιαλδημοκρατίας, η οποία γεννήθηκε από την Αριστερά. Η Αριστερά προσπαθεί να καταλάβει την εξουσία, όχι τη διακυβέρνηση, έννοιες εξ’ ολοκλήρου διαφορετικές. Και αυτό γίνεται μόνο με αγώνες στο δρόμο, στους χώρους εργασίας, στις γειτονιές, και στα πανεπιστήμια, με την καθημερινή face-to-face επαφή, και σύγκρουση με τις αιτίες των προβλημάτων. Η Αριστερά δεν είχε επιτυχίες στα πάνελ και στα Κοινοβούλια, γιατί πολύ απλά δεν είναι ο φυσικός της χώρος. Η στροφή όμως του ΣΥΡΙΖΑ στη Σοσιαλδημοκρατία είχε διαφανεί από πολύ καιρό πριν, με τα πρώτα στοιχεία μιας συνθηκολόγησης στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Δε χρειαζόμασταν τον κυβερνητισμό που τον διακατέχει για να το συμπεράνουμε.
2ον, όσοι υπέγραψαν, ψήφισαν, εφάρμοσαν, και επέβαλλαν μνημόνιο, μετρούσαν αργά και βασανιστικά τις μέρες τους. Και ο Αλέξης Τσίπρας το γνωρίζει αυτό πολύ καλά.πηγή: http://enfo.gr/ar5072 Μπάλλιος Δημήτρης Φοιτητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
- Τα γεγονότα:
Όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας στις 26 Ιανουαρίου ο ΣΥΡΙΖΑ, για πρώτη φορά στα χρονικά της χώρας, ως γνήσιο αριστερό κόμμα, με το δεξιό συγκυβερνήτη του, τους Αν.Ελ., η αλήθεια είναι πως κανείς δεν περίμενε, και κυρίως, δεν είχε την απαίτηση να πραγματοποιηθούν όλες οι προεκλογικές του δεσμεύσεις. Ξεκίνησε λοιπόν μια μακρά και δύσκολη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους, για τη σύναψη μιας νέας, κατά πολύ λιγότερο επώδυνης, συμφωνίας που να δίνει προοπτική στο λαό αυτής της χώρας να απεμπλακεί από τη μέγγενη της λιτότητας και των μνημονίων. Με όλα τα ups and downs της, αυτή η διαπραγμάτευση έφτασε σε ένα τελεσίγραφο των θεσμών, με το χαρακτήρα του «take it or leave it», που οδήγησε τον Αλέξη Τσίπρα στην προκήρυξη ενός δημοψηφίσματος την 5η Ιουλίου, με την κυβέρνηση να στηρίζει την επιλογή του «ΟΧΙ» στα μέτρα που πρότειναν οι δανειστές, και με το τελικό αποτέλεσμα του 62% ΟΧΙ να τη δικαιώνει πανηγυρικά, δίνοντας μια «ανάσα αξιοπρέπειας» σε ένα λαό που επί πέντε χρόνια είχε κουραστεί να ζει σκυμμένος σε έξωθεν απαιτήσεις που γονάτιζαν την καθημερινή του ζωή. Και εκεί ακριβώς είναι που τα πράγματα παίρνουν μια τελείως διαφορετική τροπή. Το ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία, και το Ποτάμι, που την ημέρα του δημοψηφίσματος φαινόταν να έχουν στελέχη έτοιμα να κλάψουν, και ενώ ο λαός τους γύρισε την πλάτη μέσα σε μία νύχτα, κλήθηκαν την αμέσως επομένη από τον Πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα σε συμβούλιο πολιτικών αρχηγών. Ο τελευταίος δεσμεύτηκε να φέρει συμφωνία για να σταματήσει η οικονομική ασφυξία που είχε επιβληθεί στην χώρα την εβδομάδα του δημοψηφίσματος, και τα παραπάνω κόμματα δηλώνουν πως θα «βάλουν πλάτη» στην προσπάθεια αυτή. Έτσι φτάνουμε στην υπογραφή ενός νέου μνημονίου, του τρίτου, και κατά πολλούς απεχθέστερου απ’ όλα τα προηγούμενα.
Συνοψίζοντας, το κόμμα που χτίστηκε πάνω στη ρητορική της φιλολαϊκής πολιτικής, γιγαντώθηκε μέσω του αγώνα κατά των μνημονίων, και έφτασε στην εξουσία με πρωταρχικό μέλημα την κατάργησή τους, 7 μήνες μετά την εκλογή του, συνάπτει ένα νέο μνημόνιο.
Προσπαθώντας να είμαστε αντικειμενικοί και δίκαιοι, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε πράγματι πολλά πράγματα μέσα σε αυτό το επτάμηνο, που ομολογουμένως δε θα μπορούσε να καταφέρει κανείς άλλος εκτός του Αλέξη Τσίπρα:
-Άνοιξε επιτέλους πανευρωπαϊκά τη συζήτηση για το χρέος.
-Ξεμπρόστιασε όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις που διεμήνυαν πως «διαπραγματεύονταν σκληρά».
-Ριζοσπαστικοποίησε τις μάζες, κάνοντάς τες ανεκτικές στη διαφορετικότητα και επιφυλακτικές απέναντι στους κάθε λογής «μονόδρομους».
-Έδειξε πως μια μικρή χώρα, μπορεί να ταράξει τα θεμέλια μιας γιγάντιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης.
-Και έδειξε στις νέες γενιές τι σημαίνει «εθνική υπερηφάνεια».
- Η τιμιότητα ως σπάνια αρετή
Όπως
αναφέραμε λοιπόν, κανείς δε περίμενε, και δεν είχε την απαίτηση να
εφαρμοστεί πλήρως το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», ούτε πίστευε πως με
κάποιο μαγικό τρόπο την επομένη των εκλογών του Ιανουαρίου θα
τερματιζόταν η λιτότητα και θα τελείωναν τα μνημόνια. Ωστόσο η κοινωνία
άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της στο ΣΥΡΙΖΑ και πίστεψε στον Αλέξη
Τσίπρα. Και αυτό το έκανε για έναν και μοναδικό λόγο: Πίστεψε πως ήταν
έντιμος. Οι Έλληνες έχουν βαρεθεί την ατιμία, όχι τις υποσχέσεις. Σε
αυτές έχουν μάθει να είναι επιφυλακτικοί από το ‘81.Η ατιμία όμως των πολιτικών ήταν αυτή που γέννησε τα τελευταία χρόνια μια δικαιολογημένη λαϊκή οργή απέναντι στο πολιτικό σύστημα, με απώτερο αποτέλεσμα της αγανάκτησης αυτής, την «Πρώτη Φορά Αριστερά» Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Να όμως που και ο Αλέξης Τσίπρας δεν θέλησε να «πρωτοτυπήσει και να πει την αλήθεια», όπως διεμήνυε.
Ο άνθρωπος που βούρκωσε στο βήμα της Βουλής όταν έλεγε πως η κυβέρνηση αυτή είναι «κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας», πως «δεν πρόκειται να διαπραγματευθεί την υπερηφάνεια, την αξιοπρέπεια και τις αξίες του λαού», που καταχειροκροτήθηκε εντός και εκτός Κοινοβουλίου όταν δήλωνε πως «αυτή η Βουλή δεν πρόκειται να υπογράψει νέο Μνημόνιο», και που ξεσήκωσε μια τεράστια φιέστα στο Σύνταγμα πριν και μετά την ημέρα του Δημοψηφίσματος, αυτός ο άνθρωπος διαπραγματεύθηκε και την υπερηφάνεια, και την αξιοπρέπεια, και τις αξίες μας, και καταπάτησε το Σύνταγμα αψηφώντας τη λαϊκή εντολή της 5ης Ιουλίου, και σύναψε νέο μνημόνιο, και έστειλε τους Έλληνες σπίτια τους με κεφάλι σκυμμένο, στα ίδια μονοπάτια που γνώριζαν τόσο καλά και είχαν σιχαθεί τόσο πολύ τα προηγούμενα πέντε χρόνια μνημονίου.
Ε, αυτό δε μπορούμε και ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να το συγχωρήσουμε στον Τσίπρα και στο ΣΥΡΙΖΑ.
- Η προεκλογική περίοδος
Στις
πρόωρες εκλογές που προκηρύχθηκαν για τις 20 Σεπτέμβρη, τα πράγματα
ήταν λίγο πολύ προδιαγεγραμμένα. Η νέα συμφωνία που είχε υπογραφεί
δέσμευε την οποιαδήποτε κυβέρνηση προέκυπτε από τις εκλογές στην πιστή
εφαρμογή των προαπαιτούμενων της πρώην Τρόικα και νυν κουαρτέτου, των
εξοντωτικών μέτρων που δεν οδηγούν πουθενά, και στη νομοθέτηση μόνο με
τη συγκατάθεση των δανειστών. Σε αυτή την κούρσα για την πρωτιά, ΣΥΡΙΖΑ
και Νέα Δημοκρατία δεν είχαν να προτάξουν κάτι διαφορετικό ο ένας από
τον άλλον, γιατί απλά δεν είχαν τη δυνατότητα. Έτσι, τα δύο μεγαλύτερα
κόμματα ήταν ουσιαστικά το ένα και το αυτό. Και αυτό προφανώς έπρεπε να
κρυφτεί και από τους δύο, για να δημιουργηθεί συσπείρωση.Κόντεψε να γίνει μια γκάφα τις πρώτες μέρες της προεκλογικής περιόδου, με τα κόμματα των δύο επιτελείων να επιλέγουν και τα δύο ως κεντρικό σλόγκαν «Μπροστά», κάτι το οποίο βέβαια άλλαξαν και τα δύο κόμματα μόλις είδαν πως και ο αντίπαλός τους είχε την ίδια ιδέα.
Αυτό όμως που ήθελε να αποφύγει ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτήν την προεκλογική περίοδο όπως ο διάολος το λιβάνι, ήταν το νέο μνημόνιο που υπέγραψε. Η προσοχή των ψηφοφόρων έπρεπε να στραφεί μακριά από αυτό. Έτσι επινόησαν το φόβο της «παλινόρθωσης». Μπροστά λοιπόν σε αυτό το φόβο μην επιστρέψει «το παλιό» και χάσουμε την πρώτη αριστερή διακυβέρνηση αυτού του τόπου, και για να μην γίνει η αριστερή παρένθεση, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ρίχτηκαν σαν τα σκυλιά στην κούρσα του κυβερνητισμού. Προσπάθησαν να αγιοποιήσουν την αριστερή κυβέρνηση, και να κάνουν τα πάντα για να τη διατηρήσουν εκεί, ακόμα και αν διαφωνούσαν με αυτά που έπραττε.
Με άλλα λόγια, τα στελέχη και οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έμοιαζαν με κάποιον ή κάποια που βρίσκεται σε σχέση, αλλά το ταίρι του τον/την απατάει και τον/την καταπιέζει, αλλά αυτός/αυτή μένει εκεί γιατί το «αγαπάει»…
Άρχισαν έτσι να κατηγορούν τους βουλευτές της Αριστερής Πλατφόρμας που ίδρυσαν τη «Λαϊκή Ενότητα», ότι υποτίθεται πως αυτοί φταίγανε που «έπεσε» η αριστερή διακυβέρνηση, χωρίς να βλέπουν όμως τα προφανή πέρα από τη μύτη τους: ότι συνθηκολόγησαν σε αντιλαϊκά μέτρα! Τι περίμεναν δηλαδή;
Η κίνηση του κυβερνητισμού ήταν ένα χαρτί που έπαιξε ο Τσίπρας στην πολιτική αυτή παρτίδα. Ένα ρίσκο, που είτε θα του έβγαινε, είτε όχι. Αυτή τη φορά του βγήκε. Και ξανακέρδισε τις εκλογές διατηρώντας το ποσοστό του, σημειώνοντας όμως τεράστια απώλεια ψήφων σε απόλυτους αριθμούς.
Τώρα όμως που οι εκλογές τελείωσαν, το χαρτί αυτό του κυβερνητισμού έληξε, δεν έχει πια ισχύ. Η αριστερή κυβέρνηση παρέμεινε στη θέση της, και τώρα πρέπει να διαχειριστεί ένα μνημόνιο. Ένα μνημόνιο που φαίνεται πως θα «λερώσει» πλέον και τα χέρια της Αριστεράς. Και αυτή τη φορά δε θα υπάρξουν διλήμματα για να κρυφτεί η πανωλεθρία αυτή κάτω από το χαλί.
- Δύο ιστορικές αναδρομές
1ον, ποτέ η Αριστερά στην ιστορία της, πουθενά στον κόσμο, δεν είχε τόση λύσσα για την κατάκτηση της διακυβέρνησης. Αυτό είναι προσόν της Σοσιαλδημοκρατίας, η οποία γεννήθηκε από την Αριστερά. Η Αριστερά προσπαθεί να καταλάβει την εξουσία, όχι τη διακυβέρνηση, έννοιες εξ’ ολοκλήρου διαφορετικές. Και αυτό γίνεται μόνο με αγώνες στο δρόμο, στους χώρους εργασίας, στις γειτονιές, και στα πανεπιστήμια, με την καθημερινή face-to-face επαφή, και σύγκρουση με τις αιτίες των προβλημάτων. Η Αριστερά δεν είχε επιτυχίες στα πάνελ και στα Κοινοβούλια, γιατί πολύ απλά δεν είναι ο φυσικός της χώρος. Η στροφή όμως του ΣΥΡΙΖΑ στη Σοσιαλδημοκρατία είχε διαφανεί από πολύ καιρό πριν, με τα πρώτα στοιχεία μιας συνθηκολόγησης στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Δε χρειαζόμασταν τον κυβερνητισμό που τον διακατέχει για να το συμπεράνουμε.
2ον, όσοι υπέγραψαν, ψήφισαν, εφάρμοσαν, και επέβαλλαν μνημόνιο, μετρούσαν αργά και βασανιστικά τις μέρες τους. Και ο Αλέξης Τσίπρας το γνωρίζει αυτό πολύ καλά.πηγή: http://enfo.gr/ar5072 Μπάλλιος Δημήτρης Φοιτητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου